- προκλύω
- Αακούω προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κλύω «ακούω, πληροφορούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκλυόμενα — προκλύω hear beforehand aor part mid neut nom/voc/acc pl προκλύω hear beforehand pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλύειν — προκλύω hear beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκλυτ' — πρόκλυτα , πρόκλυτος heard formerly neut nom/voc/acc pl πρόκλυτε , πρόκλυτος heard formerly masc/fem voc sg πρόκλῡτε , προκλύω hear beforehand aor imperat act 2nd pl πρόκλῡτε , προκλύω hear beforehand aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek